- λυχνεών
λυχνεών, ῶνος, ὁ, Leuchterbehältniß, Luc. V. Hist. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχνεών, ῶνος, ὁ, Leuchterbehältniß, Luc. V. Hist. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχνεών — λυχνεών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος για φύλαξη λύχνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + κατάλ. εών (πρβλ. καλαμ εών, κυκ εών)] … Dictionary of Greek
λυχνεῶνες — λυχνεών place to keep lamps in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek