- λυχνεύω
λυχνεύω, leuchten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχνεύω, leuchten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχνεύω — (Μ) [λύχνος] φωτίζω με λύχνο … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek