- λυχν-αψία
λυχν-αψία, ἡ, das Lichtanzünden, Illuminiren, Ath. XV, 701 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυχν-αψία, ἡ, das Lichtanzünden, Illuminiren, Ath. XV, 701 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηραψία — και κεραψία, ἡ (Μ) το άναμμα κεριών, η φωταψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, φωτ αψία] … Dictionary of Greek
φωταψία — η, ΝΜ άπλετος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αψία (< άπτης < ἅπτω «αγγίζω, ανάβω»), πρβλ. λυχν αψία, χειρ αψία] … Dictionary of Greek