- λυτήρ
λυτήρ, ῆρος, ὁ, der Lösende; νεικέων, Entscheider, Schiedsrichter, Aesch. Spt. 923, vgl. Suppl. 788; πόνων, Eur. El. 136; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυτήρ, ῆρος, ὁ, der Lösende; νεικέων, Entscheider, Schiedsrichter, Aesch. Spt. 923, vgl. Suppl. 788; πόνων, Eur. El. 136; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυτήρ — λυτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λύτειρα (Α) 1. λυτρωτής («τῶνδε πόνων ἐμοι τὰ μελέα λυτήρ», Ευρ.) 2. διαιτητής, κριτής («πικρὸς λυτὴρ νεικέων», Αισχύλ.) 3. καταστροφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύ τού λύω + επίθημα τήρ (πρβλ. κλη τήρ, τιμη τήρ)] … Dictionary of Greek
λυτήρ — one who looses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτῆρα — λυτήρ one who looses masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτῆρας — λυτήρ one who looses masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτήριος — λυτήριος, ον, θηλ. και ία (Α) [λυτήρ] 1. αυτός που ανακουφίζει κάποιον από κάτι («ὅπως γένοιτο τῶνδ ἐμοὶ λυτήριος», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυτήριον λύτρο («τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾱν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
λύτειρα — λύτειρα, ἡ (Α) βλ. λυτήρ … Dictionary of Greek