λυτηριάς, άδος, ἡ, = λύτειρα, Orph. H. 13, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυτηριάς — λυτηριάς, άδος, ἡ (Α) [λυτήριος] λύτειρα* … Dictionary of Greek
λυτηριάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)