λυσ-έρως

λυσ-έρως

λυσ-έρως, ωτος, ὁ, Liebelöser, vgl. Serv. zu Virg. Aen. 4, 520.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανέρως — ωτος, ο, Α πολύτιμος λίθος που, όπως πίστευαν, καταπολεμούσε τη στειρότητα, αλλ. πανέραστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔρως (πρβλ. λυσ έρως)] …   Dictionary of Greek

  • λυσέρως — λυσέρως, ωτος, ὁ (Α) αυτός που απαλλάσσει από τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. χρυσ έρως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”