παραξύει — παραξύ̱ει , παρά ξύω scratch pres ind mp 2nd sg παραξύ̱ει , παρά ξύω scratch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξυόμενος — παραξῡόμενος , παρά ξύω scratch pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξύεσθαι — παραξύ̱εσθαι , παρά ξύω scratch pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξύοντες — παραξύ̱οντες , παρά ξύω scratch pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξύουσα — παραξύ̱ουσα , παρά ξύω scratch pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξύουσαν — παραξύ̱ουσαν , παρά ξύω scratch pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξύσαντες — παραξύ̱σαντες , παρά ξύω scratch aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξύων — παραξύ̱ων , παρά ξύω scratch pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσκω — Μ 1. πλήττω 2. εκφοβίζω, αποθαρρύνω κάποιον 3. στενοχωριέμαι πάρα πολύ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλήσσω με το ενεστωτικό επίθημα σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους… … Dictionary of Greek
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek