παρα-ξύω

παρα-ξύω

παρα-ξύω (s. ξύω), daneben, an der Seite abschaben, glätten, b. Paul. Sil. 51 (VI, 65) von dem Bleistifte, ὃς ἀτραπὸν οἶδε χαράσσειν ὀρϑὰ παραξύων ἰϑυτενῆ κανόνα. – Dah. daran hinstreifen, nahe daran gränzen, c. acc., Longin. 31, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραξύει — παραξύ̱ει , παρά ξύω scratch pres ind mp 2nd sg παραξύ̱ει , παρά ξύω scratch pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξυόμενος — παραξῡόμενος , παρά ξύω scratch pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξύεσθαι — παραξύ̱εσθαι , παρά ξύω scratch pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξύοντες — παραξύ̱οντες , παρά ξύω scratch pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξύουσα — παραξύ̱ουσα , παρά ξύω scratch pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξύουσαν — παραξύ̱ουσαν , παρά ξύω scratch pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξύσαντες — παραξύ̱σαντες , παρά ξύω scratch aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραξύων — παραξύ̱ων , παρά ξύω scratch pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήσκω — Μ 1. πλήττω 2. εκφοβίζω, αποθαρρύνω κάποιον 3. στενοχωριέμαι πάρα πολύ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλήσσω με το ενεστωτικό επίθημα σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους… …   Dictionary of Greek

  • χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”