θυσιαστής

θυσιαστής

θυσιαστής, , der Opferer, Schol. Eur. Hec. 221.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυσιαστής — ο (Α θυσιαστής) [θυσιάζω] ο θύτης* …   Dictionary of Greek

  • θυσιαστής — ο ο θύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσιαστάς — θυσιαστά̱ς , θυσιαστής a sacrificer masc acc pl θυσιαστά̱ς , θυσιαστής a sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοθύτης — ζῳοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ζώα, ο θυσιαστής ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + θύτης (< θύω) πρβλ. ιερο θύτης, μηλο θύτης] …   Dictionary of Greek

  • θυσιουργός — θυσιουργός, όν (Α) αυτός που τελεί θυσίες, ο θυσιαστής, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυσία + ουργός (< έργον), πρβλ. δημι ουργός, στιχ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοτόμος — μοσχοτόμος, ον (Α) αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, λιθο τόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”