- λυσσο-μανία
λυσσο-μανία, ἡ, rasende Tollheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσσο-μανία, ἡ, rasende Tollheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οχλομανώ — ὀχλομανῶ, έω (Α) επιδιώκω με μανία την εύνοια τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] … Dictionary of Greek
σοφιστομανώ — έω, Α αγαπώ ή επιζητώ με μανία τους σοφιστές ή τη σοφιστική («σοφιστομανοῡσιν οἱ πλεῑστοι τῶν νέων καὶ ἀφρονέστεροι», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφιστής + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] … Dictionary of Greek