- λυσσηδόν
λυσσηδόν, auf rasende Weise, Opp. Hal. 2, 573.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσσηδόν, auf rasende Weise, Opp. Hal. 2, 573.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσσηδόν — (Α) επίρρ. λυσσωδώς, μανιωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, λυκ ηδόν)] … Dictionary of Greek
λυσσηδόν — furiously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek