- λυσσητήρ
λυσσητήρ, ῆρος, ὁ, der Wüthende, Tolle; κύων, Il. 8, 299; πούς, Philp. 6 (VI, 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσσητήρ, ῆρος, ὁ, der Wüthende, Tolle; κύων, Il. 8, 299; πούς, Philp. 6 (VI, 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσσητήρ — λυσσητήρ, ῆρος, ὁ (ΑM) λυσσώδης, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οικη τήρ, πωλη τήρ)] … Dictionary of Greek
λυσσητήρ — one that is raging masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητῆρα — λυσσητήρ one that is raging masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητῆρες — λυσσητήρ one that is raging masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητῆρι — λυσσητήρ one that is raging masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσσητήρων — λυσσητήρ one that is raging masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek