- θυσσανόεις
θυσσανόεις u. θύσσανος, ep. = ϑυσανόεις, ϑύσανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυσσανόεις u. θύσσανος, ep. = ϑυσανόεις, ϑύσανος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυσσανόεις — θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) επικ. τ. τού θυσανόεις* … Dictionary of Greek
θυσανόεις — και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. όεις (πρβλ. αιματ όεις, αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) — dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s ) English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc. Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… … Proto-Indo-European etymological dictionary