θυρεο-ειδής

θυρεο-ειδής

θυρεο-ειδής, ές, wie ein großer Schild, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • thyreo- — combining form Etymology: International Scientific Vocabulary, from Greek thyreoeidēs more at thyroid 1. : thyroid thyreotomy 2. : thyroid and …   Useful english dictionary

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • θυρεογλωσσικός — ή, ό ανατ. φρ. «θυρεογλωσσισμός πόρος» δέσμη επιθηλιακού ιστού που μερικές φορές φέρει αυλό και συνδέει, στο έμβρυο, τον θυρεοειδή αδένα με το τυφλό τρήμα τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroglossal < thyro (πρβλ. θυρεο… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδοεπιγλωττιδικός — και θυρεοεπιγλωττιδικός, ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θυρεοειδή χόνδρο και στην επιγλωττίδα τού λάρυγγα («θυρεοεπιγλωττιδικός μυς» ο μυς που συνδέει τον θυρεοειδή χόνδρο με την επιγλωττίδα). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδοπτωσία — η ιατρ. η μετατόπιση τού θυρεοειδούς αδένα προς τα κάτω και μέσα στην ανώτερη περιοχή τού θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thyreoptose < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + ptose (πρβλ. πτωσία)] …   Dictionary of Greek

  • θυρεοστιμουλίνη — η (βιοχ.) ορμόνη τής υπόφυσης η οποία ελέγχει τον σχηματισμό θυροξίνης στον θυρεοειδή αδένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreostimuline < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + stimuline (< λατ. stimulo… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοσφαιρίνη — η (βιοχ.) ιωδιούχος πρωτεΐνη που απαντά στα θυρεοειδή θυλάκια και αποτελεί την αποθηκευτική μορφή τού θυρεοειδικού ιωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreoglobuline < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + globul ine …   Dictionary of Greek

  • θυρεοτρόπος — ο (βιοχ.) όρος που αναφέρεται σε κάθε ουσία η οποία έχει την ιδιότητα να αυξάνει την έκκριση τού θυρεοειδούς αδένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thyreotrope < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + trope (πρβλ. τροπος)] …   Dictionary of Greek

  • θυρεοϋοειδής — ές ανατ. αυτός που έχει σχέση με τον θυρεοειδή χόνδρο και με το υοειδές οστό («θυρεοϋοειδής μυς» μυς τού τραχήλου που βρίσκεται κάτω από το υοειδές οστό και τό συνδέει με τον θυρεοειδή χόνδρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyrohyoid <… …   Dictionary of Greek

  • θυροξίνη — Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ.… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”