- θυρεο-φόρος
θυρεο-φόρος, der einen großen Schild trägt, Schildträger, Plut. Crass. 25. Vgl. ϑυρεαφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρεο-φόρος, der einen großen Schild trägt, Schildträger, Plut. Crass. 25. Vgl. ϑυρεαφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρεοφόρος — θυρεοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει θυρεό, δηλ. μεγάλη επιμήκη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κερδο φόρος] … Dictionary of Greek