- θυρσίνη
θυρσίνη, ἡ, u. θύρσιον, τό, Pflanzenname, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσίνη, ἡ, u. θύρσιον, τό, Pflanzenname, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσίνη — θυρσίνη, ἡ (Α) [θύρσος] το φυτό οροβάγχη* … Dictionary of Greek
Thyrsos — Satyr und Mänade mit Thyrsoi, attische rotfigurige Kantharos, um 460 v. Chr., Cabinet des médailles (De Ridder 849) … Deutsch Wikipedia
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek