- θυρσο-τινάκτης
θυρσο-τινάκτης, ὁ, Thyrsusschwinger, Bacchus, Orph. H. 51, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσο-τινάκτης, ὁ, Thyrsusschwinger, Bacchus, Orph. H. 51, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντοτινάκτης — ὁ, Α αυτός που σείει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τινάσσω (πρβλ. θυρσο τινάκτης)] … Dictionary of Greek
θυρσοτινάκτης — θυρσοτινάκτης, ὁ (Α) (για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + τινάκτης (< τινάσσω), πρβλ. παντο τινάκτης, πετρεν τινάκτης] … Dictionary of Greek