- θυρσό-λογχος
θυρσό-λογχος, ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα ϑυρσόλογχα ϑεῶν Strab. I, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσό-λογχος, ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα ϑυρσόλογχα ϑεῶν Strab. I, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρσόλογχος — θυρσόλογχος, ον (Α) 1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυρσόλογχος λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά λογχος, χρυσό λογχος] … Dictionary of Greek