θρῖναξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίναξ — (I) θρῑναξ, ακος, ὁ (Α) γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα τού σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη ᾰξ*. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α συνθετικό τρι (< τρία), δηλ … Dictionary of Greek
θρινάκη — θρινάκη, ἡ (Α) θρίναξ*, τρικάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θρίναξ*] … Dictionary of Greek
Тринаксодон — ? † Тринаксодон … Википедия
θριναξόδους — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος εξελιγμένων ερπετών παρόμοιων με τα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinaxodon < thrinax (πρβλ. θρίναξ) + odon (πρβλ. οδούς, οδόντος)] … Dictionary of Greek
λιχμάς — λιχμάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θρῑναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] … Dictionary of Greek
τρίναξ — ακος, ἡ, Α γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. θρίναξ* (Ι), κατ επίδραση τού τρι *] … Dictionary of Greek
τριθρίναξ — ο, Ν βοτ. φοινικοειδές τής Νότιας Αμερικής το οποίο καλλιεργείται στην Κυανή Ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trithrinax < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + thrinax (πρβλ. θρίναξ [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
θρίνακα — θρί̱νακα , θρῖναξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίνακας — θρί̱νακας , θρῖναξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)