θρῖναξ

θρῖναξ

θρῖναξ, ακος, ὁ (τρεῖςἀκή, für τρῖναξ, was zu vgl.), Dreizack, dreizinkige Gabel, zum Worfeln des Getreides; αἵ τε ϑρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar. Pax 559; Nic. Th. 114, wo der Schol. γεωργικὸν σκεῦος erkl., ἔχον τρεῖς ἐξοχὰς καὶ σκόλοπας ἀπωξυμμένους, ᾡ τοὺς ἀστάχυας τρίβουσι καὶ λικμῶσι. Das ι ist kurz bei Antiphil. 4 (VI, 95), καὶ παλιουρόφορον, χεῖρα ϑέρευς, ϑρίνακα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρῖναξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίναξ — (I) θρῑναξ, ακος, ὁ (Α) γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα τού σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη ᾰξ*. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α συνθετικό τρι (< τρία), δηλ …   Dictionary of Greek

  • θρινάκη — θρινάκη, ἡ (Α) θρίναξ*, τρικάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θρίναξ*] …   Dictionary of Greek

  • Тринаксодон — ? † Тринаксодон …   Википедия

  • θριναξόδους — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος εξελιγμένων ερπετών παρόμοιων με τα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinaxodon < thrinax (πρβλ. θρίναξ) + odon (πρβλ. οδούς, οδόντος)] …   Dictionary of Greek

  • λιχμάς — λιχμάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θρῑναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • τρίναξ — ακος, ἡ, Α γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. θρίναξ* (Ι), κατ επίδραση τού τρι *] …   Dictionary of Greek

  • τριθρίναξ — ο, Ν βοτ. φοινικοειδές τής Νότιας Αμερικής το οποίο καλλιεργείται στην Κυανή Ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trithrinax < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + thrinax (πρβλ. θρίναξ [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • θρίνακα — θρί̱νακα , θρῖναξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίνακας — θρί̱νακας , θρῖναξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”