- θρήσκευσις
θρήσκευσις, ἡ, Gottesdienst, Phintis Stob. fl. 74, 61 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρήσκευσις, ἡ, Gottesdienst, Phintis Stob. fl. 74, 61 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρήσκευσις — θρήσκευσις, ἡ (Α) [θρησκεύω] η θρησκευτική λατρεία … Dictionary of Greek
θρησκεύσιες — θρήσκευσις fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος … Dictionary of Greek