- θρίψ
θρίψ, ῑπός, ὁ (τρίβω, vgl. ἴψ), Holzwurm, Holzkäfermade; Theophr.; Strat. 32 (XII, 190). Bei Menand. frg. 73 ἡ ϑρίψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρίψ, ῑπός, ὁ (τρίβω, vgl. ἴψ), Holzwurm, Holzkäfermade; Theophr.; Strat. 32 (XII, 190). Bei Menand. frg. 73 ἡ ϑρίψ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριψ — ο (Α θρίψ, ιπός) νεοελλ. ζωολ. θυσανόπτερο έντομο αρχ. σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι, σκώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την ίδια κατάληξη με λ. παρόμοιας σημ. (πρβλ. ιψ, κνιψ, σκνιψ). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός… … Dictionary of Greek
θρίψ — θρί̱ψ , θρίψ wood worm masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρῖπας — θρίψ wood worm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρῖπες — θρίψ wood worm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THRIPS — inter quatuor vermium genera, quae lignum infestant, memoratut Plinio, l. 16. c. 41. Culicibus vero similes, thripas: ex Graeco θρίψ. A quo erosa ligna priscos Lacones pro sigillis habuisse, Hercule inventore, refert apud Hesychium Philostephanus … Hofmann J. Lexicon universale
αθριπήδεστος — ἀθριπήδεστος, ον (Α) ο μη σκωληκόβρωτος, αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θριπ , θ. του θρίψ θριπός, ο (= σκουλήκι που τρώει το ξύλο, το σαράκι) + ἐδεστός, ρημ. επίθ. του ρ. ἔδω «τρώω», με έκταση του ε σε η (… … Dictionary of Greek
ηλιόθριψ — ο εντομολ. θυσανόπτερο έντομο τής οικογένειας τών θριψιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliothrips < helio (πρβλ. ηλιο *) + thrips (πρβλ. θριψ, ιπός, ο «σκώρος»)] … Dictionary of Greek
θιπόβρωτος — και θριπόβρωτος θιπόβρωτος και θριπόβρωτος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ σητῶν βεβρωμένος», σκωροφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. θριπόβρωτος < θριψ, πός «σαράκι» + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. ιχθυό βρωτος, φθειρό βρωτος. Ο τ. θιπόβρωτος με… … Dictionary of Greek
θρίπος — θρίπος, ὁ (Μ) σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρίψ] … Dictionary of Greek
θριπήδεστος — θριπήδεστος, ον (Α) 1. σκουληκοφαγωμένος φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση τής αρχικής συλλαβής λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
θριποφάγος — θριποφάγος, ον (Α) σκουληκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίψ, ιπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. ακανθο φάγος, τρυγη φάγος] … Dictionary of Greek