θρέψις

θρέψις

θρέψις, ἡ (τρέφω), das Ernähren, Aufziehen, Sp., wie S. Emp. adv. eth. 97.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρέψις — θρέψῑς , θρέψις nourishing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) θρέψις nourishing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψει — θρέψις nourishing fem nom/voc/acc dual (attic epic) θρέψεϊ , θρέψις nourishing fem dat sg (epic) θρέψις nourishing fem dat sg (attic ionic) τρέφω thicken aor subj act 3rd sg (epic) τρέφω thicken fut ind mid 2nd sg τρέφω thicken fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψεις — θρέψις nourishing fem nom/voc pl (attic epic) θρέψις nourishing fem nom/acc pl (attic) τρέφω thicken aor subj act 2nd sg (epic) τρέφω thicken fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψεσι — θρέψις nourishing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψης — θρέψις nourishing fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψιν — θρέψις nourishing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέψιος — θρέψις nourishing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρεψία — Νοσηρή κατάσταση, που εκδηλώνεται όταν το βρέφος δεν τρέφεται καλά και συνήθως μετά από πεπτικές διαταραχές. Οι διαταραχές αυτές προέρχονται από ακατάλληλη τροφή που προσφέρεται στο βρέφος, από αρρώστιες του πεπτικού σωλήνα ή από μολυσματικές… …   Dictionary of Greek

  • θρέψη — Η εισαγωγή στους έμβιους οργανισμούς των απαραίτητων ουσιών για τη συντήρησή τους. (Βιολ.) Η θ. αποτελεί πρωταρχική ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών. Η ζωντανή ύλη έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει και να αποικοδομεί τα ξένα μόρια και έτσι να… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • θρέψ' — θρέψι , θρέψις nourishing fem voc sg θρέψαι , τρέφω thicken aor imperat mid 2nd sg θρέψαι , τρέφω thicken aor inf act θρέψα , τρέφω thicken aor ind act 1st sg (homeric ionic) θρέψε , τρέφω thicken aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”