θρέπτειρα

θρέπτειρα

θρέπτειρα, , Ernährerinn; παίδων Eur. Tr. 195; sp. D., wie Δίκη ϑρ. πολήων Opp. H. 2, 680; Phrygien λεόντων ϑρ. Ep. ad. 174 (VI, 51).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρέπτειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέπτειρ' — θρέπτειρα , θρέπτειρα fem nom/voc sg θρέπτειραι , θρέπτειρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέπτειραι — θρέπτειρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέπτειραν — θρέπτειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρέπτειρα (< θ. θρεπ τού έθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. βιο θρέπτειρα] …   Dictionary of Greek

  • θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτήρ — θρεπτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. θρέπτειρα (Α) [τρέφω] αυτός που ανατρέφει …   Dictionary of Greek

  • παντοθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + θρέπτειρα, θηλ. του θρεπτήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”