- θρηνήτωρ
θρηνήτωρ, ορος, ὁ, = ϑρηνητήρ, Maneth. 4, 190.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρηνήτωρ, ορος, ὁ, = ϑρηνητήρ, Maneth. 4, 190.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρηνήτωρ — θρηνήτωρ, ὁ (Α) [θρηνώ] ο θρηνητήρ* … Dictionary of Greek
θρηνήτορας — θρηνήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek