θρονίς

θρονίς

θρονίς, ίδος, ἡ, dasselbe, Themist. 31 p. 353 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρονίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονί — θρονίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίδος — θρονίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίν — θρονίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρονίδα — η (ΑΜ θρονίς, ίδος) νεοελλ. στρ. περιορισμένο φάτνωμα χαμηλού πυροβολείου (μσν. αρχ.) μικρός θρόνος, θρονί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θρόνος*] …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”