θρηνητής

θρηνητής

θρηνητής, , dasselbe, Aesch. Ag. 1045.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρηνητής — θρηνητής, ὁ (Α) [θρηνώ] ο θρηνητήρ* …   Dictionary of Greek

  • θρηνητής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνηταῖς — θρηνητής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνηταί — θρηνητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητοῦ — θρηνητής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνητήν — θρηνητής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • рыдатель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (θρηνητής) рыдающий, сетующий (в 3 н. чет. п. 6 тр. 4) …   Словарь церковнославянского языка

  • θρηνητικός — ή, ό (ΑΜ θρηνητικός, ή, όν) [θρηνητής] 1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο 2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός αρχ. 1. κατάλληλος για θρήνο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν αιτία για θρήνο. επίρρ... θρηνητικώς και ά (ΑΜ… …   Dictionary of Greek

  • θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”