- θρησκεύσιμος
θρησκεύσιμος, zum Gottesdienste gehörig, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρησκεύσιμος, zum Gottesdienste gehörig, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρησκεύσιμος — θρησκεύσιμος, ον (Α) [θρησκεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λατρεία τών θεών ή τού θεού … Dictionary of Greek
θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος … Dictionary of Greek