- θριαμβίς
θριαμβίς, fem. zum Vorigen, στολή Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριαμβίς, fem. zum Vorigen, στολή Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριαμβίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβίδα — θριαμβίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… … Dictionary of Greek