θριδακΐνη

θριδακΐνη

θριδακΐνη, , 1) eigtl. att. Form für ϑρίδαξ, Phryn. 130; Theophr.; doch auch Hippocr.; Eubul. Ath. II, 69 [wo α lang ist] u. Amphis ib. [wo α kurz.] – 2) eine Art Backwerk, Ath. II, 68 e III, 114 b Poll. 6, 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριδακίνη — η (Α θριδακίνη) [θρίδαξ] νεοελλ. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με εκχύλιση μαρουλιού σε θερμό νερό αρχ. 1. το μαρούλι 2. είδος ζυμαρικών …   Dictionary of Greek

  • θριδακίνη — θριδάκινος fem nom/voc sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριδακίνῃ — θριδάκινος fem dat sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριδακινῶν — θριδακίνη lettuce fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριδακίνα — θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc sg (doric aeolic) θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριδακίνας — θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem gen sg (doric aeolic) θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бредоква — латук , только русск. цслав.; также брьдоква, бръдоква – то же; болг. бръдоква, словен. bȓdokva объясняют из греч. θρίδαξ, θριδακίνη то же, причем б остается необъясненным; см. Mi. EW 20 и сл.; Бернекер 1, 94 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… …   Dictionary of Greek

  • θριδακίσκα — θριδακίσκα, ἡ (Α) [θρίδαξ] (λακων. τ.) θριδακίνη …   Dictionary of Greek

  • θριδακινίς — θριδακινίς, ἡ (Α) μαρουλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θριδακίνη*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”