θριδακίνη — η (Α θριδακίνη) [θρίδαξ] νεοελλ. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με εκχύλιση μαρουλιού σε θερμό νερό αρχ. 1. το μαρούλι 2. είδος ζυμαρικών … Dictionary of Greek
θριδακίνη — θριδάκινος fem nom/voc sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνῃ — θριδάκινος fem dat sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακινῶν — θριδακίνη lettuce fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνα — θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc sg (doric aeolic) θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνας — θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem gen sg (doric aeolic) θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бредоква — латук , только русск. цслав.; также брьдоква, бръдоква – то же; болг. бръдоква, словен. bȓdokva объясняют из греч. θρίδαξ, θριδακίνη то же, причем б остается необъясненным; см. Mi. EW 20 и сл.; Бернекер 1, 94 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek
θριδακίσκα — θριδακίσκα, ἡ (Α) [θρίδαξ] (λακων. τ.) θριδακίνη … Dictionary of Greek
θριδακινίς — θριδακινίς, ἡ (Α) μαρουλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θριδακίνη*] … Dictionary of Greek