θριγκίον

θριγκίον

θριγκίον, τό, dim. vom Folgdn, Luc. Gall. 22 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριγκίον — θριγκίον, τὸ (Α) ο θριγκός* …   Dictionary of Greek

  • θριγκίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκία — θριγκίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκίοις — θριγκίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκίου — θριγκίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκίων — θριγκίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκίῳ — θριγκίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγγίον — θριγγίον, τὸ (Α) ο θριγκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θριγκίον*] …   Dictionary of Greek

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • τριγχίον — τὸ, Α [τριγχός] θριγκίον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”