- θριγχός
θριγχός, ὁ, sp. Form für ϑριγκός, vgl. Lob. paral. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριγχός, ὁ, sp. Form für ϑριγκός, vgl. Lob. paral. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θριγχός — θριγχός, ὁ (Α) βλ. θριγκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θριγκός*] … Dictionary of Greek
θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… … Dictionary of Greek