θρεπτικός

θρεπτικός

θρεπτικός, zum Ernähren geschickt, dasselbe betreffend; τέ χνη Plat. Polit. 267 b, ζωή Arist. Eth. 1, 7, 12; Sp. ϑρεπτικώτερος, -τατος, Ath. I, 32 d III, 82 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρεπτικός — θρεπτικός, ή, ό και θρεφτικός, ή, ό αυτός που συντελεί στη θρέψη: Το γάλα περιέχει πολλά θρεπτικά συστατικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρεπτικός — able to feed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικός — και θρεφτικός, ή, ό (ΑΜ θρεπτικός, ή, όν) [τρέφω] αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών 2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» το σύνολο τών οργάνων με… …   Dictionary of Greek

  • θρεπτικά — θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc pl θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc/acc dual θρεπτικά̱ , θρεπτικός able to feed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικώτερον — θρεπτικός able to feed adverbial comp θρεπτικός able to feed masc acc comp sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικωτάτων — θρεπτικός able to feed fem gen superl pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικῶν — θρεπτικός able to feed fem gen pl θρεπτικός able to feed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικόν — θρεπτικός able to feed masc acc sg θρεπτικός able to feed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικαῖς — θρεπτικός able to feed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικαί — θρεπτικός able to feed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπτικοῖς — θρεπτικός able to feed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”