- θρωσμός
θρωσμός, ὁ, das Hervorspringen, πεδίοιο, Anhöhe in der Ebene, Il. 10, 160. 11, 56, wie Ap. Rh. 3, 198; ποταμοῖο, 2, 823, sich über den Fluß erhebende Anhöhen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρωσμός, ὁ, das Hervorspringen, πεδίοιο, Anhöhe in der Ebene, Il. 10, 160. 11, 56, wie Ap. Rh. 3, 198; ποταμοῖο, 2, 823, sich über den Fluß erhebende Anhöhen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρωσμός — θρωσμός, ὁ (Α) [θρώσκω] ύψωμα, προεξοχή … Dictionary of Greek
θρωσμός — springing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρωσμοῦ — θρωσμός springing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρωσμούς — θρωσμός springing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρωσμῷ — θρωσμός springing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
(dher-4:) dhor- : dher- — (dher 4:) dhor : dher English meaning: to jump, jump at, *stream, ray, drip, sperm Deutsche Übersetzung: ‘springen, bespringen” Material: O.Ind. dhü rü ‘stream, ray, drip, sperm “; Gk. (Ion.) θορός, θορή “ manly sperm “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary