- θρυλλίζω [2]
θρυλλίζω oder ϑρυλλίσσω, besser ϑρῡλίσσω (vgl. ϑραύω, ϑρύπτω), zerbrechen, zerschmettern; ϑρυλλίχϑη δὲ πέτωπον Il. 23, 396; ϑρυλίξας δέμας Lycophr. 487.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυλλίζω oder ϑρυλλίσσω, besser ϑρῡλίσσω (vgl. ϑραύω, ϑρύπτω), zerbrechen, zerschmettern; ϑρυλλίχϑη δὲ πέτωπον Il. 23, 396; ϑρυλίξας δέμας Lycophr. 487.
http://www.zeno.org/Pape-1880.