- ναῦλος
ναῦλος, ὁ, dasselbe, Ar. Ran. 270, nach dem Schol. dazu auch ἡ ν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναῦλος, ὁ, dasselbe, Ar. Ran. 270, nach dem Schol. dazu auch ἡ ν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναύλος — ναύλος, ο και ναύλο, το 1. το αντίτιμο για τη θαλάσσια μεταφορά ανθρώπων, ζώων, εμπορευμάτων, αντικειμένων. 2. στον πληθ., ναύλοι, οι και ναύλα, τα το αντίτιμο για τις μεταφορές στην ξηρά. Πήρε και ψιλά για τα ναύλα του λεωφορείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναῦλος — passage money masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
ημίναυλον — ἡμίναυλον, το (Α) πάπ. μισός ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ναύλος] … Dictionary of Greek
ναύλλον — ναῡλλον, τὸ, καὶ ναῡλλος, ὁ (Α) ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό τού λ για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)] … Dictionary of Greek
τσιφ — και σιφ, το, Ν άκλ. όρος τού διεθνούς εμπορίου ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή τών εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και μεταφέρονται με πλοίο περιλαμβάνεται η αξία τους, η ασφάλεια και ο ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cif < C.I.F., αρκτικόλεξο από τις λ … Dictionary of Greek
ναῦλον — neut nom/voc/acc sg ναῦλος passage money masc acc sg ναῦλος passage money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλοις — ναῦλον neut dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money masc dat pl ναύ̱λοις , ναῦλος passage money neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλου — ναῦλον neut gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money masc gen sg ναύ̱λου , ναῦλος passage money neut gen sg ναυλόω let one s ship for hire pres imperat act 2nd sg ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλων — ναῦλον neut gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money masc gen pl ναύ̱λων , ναῦλος passage money neut gen pl ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυλόω let one s ship for hire imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύλῳ — ναῦλον neut dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money masc dat sg ναύ̱λῳ , ναῦλος passage money neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)