- βαῦνος
βαῦνος (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαῦνος (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαύνος — βαῡνος και βαυνός, ο (Α) 1. κλίβανος, φούρνος 2. τρίπους, πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους… … Dictionary of Greek
βαυνός — furnace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυνόν — βαυνός furnace masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Banausos — (Ancient Greek polytonic|βάναυσος, plural polytonic|βάναυσοι, banausoi ) is an epithet of the class of manual laborers or artisans in Ancient Greece. The related abstract noun polytonic|βαναυσία ndash; banausia is defined by Hesychius as every… … Wikipedia
Banause — Die Bezeichnung Banause wurde von der im antiken Griechenland üblichen Bezeichnung bánausos (griechisch βάναυσος von baunos, βαῦνος, „Ofen“, ursprünglich „der am Ofen Arbeitende“,[1][2] im weiteren Sinne „(Kunst )Handwerker“, schließlich… … Deutsch Wikipedia
βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… … Dictionary of Greek
πύραυνος — ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού αρχ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek