- παρ-είργω
παρ-είργω, abhalten, abwehren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-είργω, abhalten, abwehren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και … Dictionary of Greek
παρείργ — Α παρακωλύω, παρεμποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴργω «εμποδίζω, αποκλείω»] … Dictionary of Greek