δινήεις — δινήεις, εσσα, εν (Α) [δίνη] 1. (για ρεύματα) αυτός που έχει πολλές δίνες, ορμητικός 2. στρογγυλός … Dictionary of Greek
δινήεις — δῑνήεις , δινήεις whirling masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινήεντ' — δῑνήεντα , δινήεις whirling neut nom/voc/acc pl (doric) δῑνήεντα , δινήεις whirling masc acc sg (doric) δῑνήεντι , δινήεις whirling masc/neut dat sg (doric) δῑνήεντε , δινήεις whirling masc/neut nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινᾶεν — δῑνᾶεν , δινήεις whirling masc voc sg (doric) δῑνᾶεν , δινήεις whirling neut nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινᾶντα — δινάζω fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) δινάζω fut part act masc acc sg (doric aeolic) δῑνᾶντα , δινήεις whirling neut nom/voc/acc pl (doric) δῑνᾶντα , δινήεις whirling masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινάεντα — δῑνά̱εντα , δινήεις whirling neut nom/voc/acc pl (doric) δῑνά̱εντα , δινήεις whirling masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινήεντα — δῑνήεντα , δινήεις whirling neut nom/voc/acc pl (doric) δῑνήεντα , δινήεις whirling masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… … Hofmann J. Lexicon universale
βαθυδινήεις — βαθυδινήεις, εσσα, εν και βαθυδινής, ές και βαθυδίνης, ο (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής <… … Dictionary of Greek
δινᾶντος — δινάζω fut part act masc/neut gen sg (doric aeolic) δῑνᾶντος , δινήεις whirling masc/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινήεντας — δῑνήεντας , δινήεις whirling masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)