- δῑθυραμβο-διδάσκαλος
δῑθυραμβο-διδάσκαλος, ὁ, der Dithyramben zum Aufführen einübt und zugleich der Dichter ist, Ar. Pax 829.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῑθυραμβο-διδάσκαλος, ὁ, der Dithyramben zum Aufführen einübt und zugleich der Dichter ist, Ar. Pax 829.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek