δῑθυραμβικός

δῑθυραμβικός

δῑθυραμβικός, dithyramlisch; φράσις D. Hal.; τὰ διϑ., Dithyramben, Arist. poet. 1, 13; – auch adv., Rhett.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διθυραμβικός — dithyrambic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικός — ή, ό (Α διθυραμβικός, ή, όν) [διθύραμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο νεοελλ. φρ. «διθυραμβικά σχόλια» εγκωμιαστικά, επαινετικά αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά οι διθύραμβοι …   Dictionary of Greek

  • διθυραμβικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο διθύραμβο: Εικάζεται πως η τραγωδία ξεκίνησε από τη διθυραμβική ποίηση. 2. ο εγκωμιαστικός: Η θεατρική πρεμιέρα εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διθυραμβικά — διθυραμβικός dithyrambic neut nom/voc/acc pl διθυραμβικά̱ , διθυραμβικός dithyrambic fem nom/voc/acc dual διθυραμβικά̱ , διθυραμβικός dithyrambic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικώτερον — διθυραμβικός dithyrambic adverbial comp διθυραμβικός dithyrambic masc acc comp sg διθυραμβικός dithyrambic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικῶν — διθυραμβικός dithyrambic fem gen pl διθυραμβικός dithyrambic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικόν — διθυραμβικός dithyrambic masc acc sg διθυραμβικός dithyrambic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικοῖς — διθυραμβικός dithyrambic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικοί — διθυραμβικός dithyrambic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικοῦ — διθυραμβικός dithyrambic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβικῆς — διθυραμβικός dithyrambic fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”