- δῑνητός
δῑνητός, im Kreise gedreht; πέτρος, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῑνητός, im Kreise gedreht; πέτρος, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δινητός — ή, ό (Α δινητός, ή, όν) [δινώ] νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. περιστρεφόμενος … Dictionary of Greek
ηεροδίνητος — ἠεροδίνητος, ον (Α) ηεροδίνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνητος (< δινώ), πρβλ. αει δίνητος, σφονδυλο δίνητος] … Dictionary of Greek
ηπιοδίνητος — ἠπιοδίνητος, ον (Α) αυτός που περιστρέφεται ήπια, ήσυχα («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δίνητος (< δινώ), πρβλ. ευ δίνητος, πολυ δίνητος] … Dictionary of Greek
ιπποδίνητος — ἱπποδίνητος, ον (Α) (για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην αρματηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος, σφονδυλο δίνητος] … Dictionary of Greek
οιστροδίνητος — οἰστροδίνητος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο 2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δίνητος (< δινῶ… … Dictionary of Greek
στρογγυλοδίνητος — ον, Α συνεστραμμένος σε σχήμα στρογγυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + δίνητος) < δινῶ < δίνη), πρβλ. ηπιο δίνητος, οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek
πολυδίνητος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» λεγόταν για την Πελοπόννησο, τής οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αει δίνητος] … Dictionary of Greek
σφονδυλοδίνητος — ον, Α αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη τού σφονδύλου, τού σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek
ωκυδίνητος — και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, ον, Α αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ δίνητος] … Dictionary of Greek
δινητόν — δῑνητόν , δινητός whirled round masc acc sg δῑνητόν , δινητός whirled round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειδίνητος — η, ο και ος, ο (AM ἀειδίνητος, ον) αυτός που περιστρέφεται διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + δινητός < δινῶ] … Dictionary of Greek