- δῑφήτωρ
δῑφήτωρ, ορος, ὁ, der Aufsucher; βυϑῶν Opp. H. 2, 435; vom Fischer, ibd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῑφήτωρ, ορος, ὁ, der Aufsucher; βυϑῶν Opp. H. 2, 435; vom Fischer, ibd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διφήτωρ — διφήτωρ, ο, η 1. αυτός που ερευνά 2. φρ. α) «βυθῶν διφήτορες» αλιείς, δύτες β) «χρυσοῡ διφήτορες» χρυσοθήρες … Dictionary of Greek
τοιχοδιφήτωρ — ορος, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + διφήτωρ «αυτός που αναζητά»] … Dictionary of Greek
διφήτορες — δῑφήτορες , διφήτωρ a searcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφήτορι — δῑφήτορι , διφήτωρ a searcher masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)