- δῆξις
δῆξις, ἡ, das Beißen, der Biß, Arist. H. A. 9, 39 u. Sp.; übertr., αἱ μετὰ παιδιᾶς καὶ σκωμμάτων δήξεις, das Necken, Plut. Lyc. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῆξις, ἡ, das Beißen, der Biß, Arist. H. A. 9, 39 u. Sp.; übertr., αἱ μετὰ παιδιᾶς καὶ σκωμμάτων δήξεις, das Necken, Plut. Lyc. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῆξις — bite fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆξιν — δῆξις bite fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήξει — δάκνω bite fut ind mid 2nd sg δή̱ξει , δῆξις bite fem nom/voc/acc dual (attic epic) δή̱ξεϊ , δῆξις bite fem dat sg (epic) δή̱ξει , δῆξις bite fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήξεις — δή̱ξεις , δῆξις bite fem nom/voc pl (attic epic) δή̱ξεις , δῆξις bite fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гапалодекты — ? † Гапалодекты … Википедия
δήξη — η (AM δῆξις) [δάκνω] 1. δήγμα, δάγκωμα 2. καυστική ειρωνεία … Dictionary of Greek
δήξεσι — δή̱ξεσι , δῆξις bite fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήξεσιν — δή̱ξεσιν , δῆξις bite fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήξεων — δή̱ξεω̆ν , δῆξις bite fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήξεως — δή̱ξεω̆ς , δῆξις bite fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήξιες — δή̱ξιες , δῆξις bite fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)