- δῆγμα
δῆγμα, τό, der Biß, Xen. Mem. 1, 3, 12 u. Sp. Uebertr., λύπης Aesch. Ag. 765; vgl. 1164; ἔρωτος Soph. frg. 721.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῆγμα, τό, der Biß, Xen. Mem. 1, 3, 12 u. Sp. Uebertr., λύπης Aesch. Ag. 765; vgl. 1164; ἔρωτος Soph. frg. 721.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δῆγμα — bite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήγμα — το (AM δῆγμα) [δάκνω] δάγκωμα, δαγκωνιά νεοελλ. 1. απλό κέντρισμα, τσίμπημα από Έντομο («δήγμα κουνουπιού») 2. ύπουλη βλάβη, απλό πείραγμα μσν. πόνος, οδύνη αρχ. 1. η ποσότητα την οποία μπορεί κάποιος να δαγκώσει 2. φρ. «δῆγμα λύπης» λύπη που… … Dictionary of Greek
δήγματ' — δή̱γματα , δῆγμα bite neut nom/voc/acc pl δή̱γματι , δῆγμα bite neut dat sg δή̱γματε , δῆγμα bite neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASPIDES pictae — in diadematibus Regum Aegypti, invictum imperii robur denotabant. Aelian. l. 6. c. 38. Τῶν ὑπ᾿ ἀπίδος δηχθέντων οὐ μνημονεύεται οὐδεὶς ἐξάντης γεγονέναι τȏυ κακοῦ. Ε᾿νςθέν τοι καὶ τοὺς βασιλεῖς ἀκούω τῷν Αἰγυπτίων ἐπὶ τῶν διαδημάτων φορεῖν… … Hofmann J. Lexicon universale
δάγμα — δόγμα, το (Α) δήγμα, δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω)] … Dictionary of Greek
δήξη — η (AM δῆξις) [δάκνω] 1. δήγμα, δάγκωμα 2. καυστική ειρωνεία … Dictionary of Greek
δηγμός — δηγμός, ο (Α) [δάκνω] 1. το δήγμα, το δάγκωμα 2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.) 3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.) 4. (για τον… … Dictionary of Greek
διψάς — διψάς, η (Α) 1. διψασμένη («διψὰς γαῑα») 2. φρ. «διψὰς πόρνη» πόρνη διψασμένη για άντρα 3. ως ουσ. α) ιοβόλος όφις που το δήγμα του προκαλεί αφόρητη δίψα β) είδος αγκαθιού … Dictionary of Greek
εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… … Dictionary of Greek
ελόδερμα — (heloderma). Μεγαλόσωμη σαύρα της Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια των ελοδερμιδών και έχει δηλητηριώδες δήγμα. Το γνωστότερο είδος είναι το ε. το φοβερό, που φέρει κοίλα δόντια, τα οποία συνδέονται με αδένες που εκκρίνουν το δηλητήριο. Το… … Dictionary of Greek
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek