δήρις — δῆρις ( ιος) και έως), η (Α) 1. αγώνας, συμπλοκή, μάχη 2. ανταγωνισμός, άμιλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήρις συνδέεται με αρχ. ινδ. dāri «αυτός που ξεσχίζει», το οποίο μαρτυρείται μόνο ως β συνθετικό στο έπος. Ανήκει στα ρηματικά αφηρημένα ουσ. σε ι και η… … Dictionary of Greek
δῆρις — battle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆριν — δῆρις battle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήρει — δή̱ρει , δῆρις battle fem nom/voc/acc dual (attic epic) δή̱ρεϊ , δῆρις battle fem dat sg (epic) δή̱ρει , δῆρις battle fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
πολύδηρις — ὁ, ἡ, Α πολυδήριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆρις «μάχη» (πρβλ. δύσ δηρις)] … Dictionary of Greek
φιλόδηρις — ήριος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσουν οι έριδες, φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δῆρις «μάχη, ανταγωνισμός» (πρβλ. πολύ δηρις)] … Dictionary of Greek
δήρεις — δή̱ρεις , δῆρις battle fem nom/voc pl (attic epic) δή̱ρεις , δῆρις battle fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
удар — род. п. а, ударить, укр. удар, ударити, др. русск., ст. слав. оударити κρούειν (Остром., Супр.) и. т. д. Связано с деру, драть, раздор, причем отражает и. е. *dōr , ср. греч. δῆρις ж. спор , др. инд. dāras трещина, щель, дыра , dr̥ṇāti… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άδηρις — ἄδηρις ( ιος), ο, η (Α) [δῆρις] ο δίχως μάχη ή αγώνα, αδήριτος* … Dictionary of Greek
δηριώμαι — ( άομαι) (Α) [δήρις] αγωνίζομαι, μάχομαι … Dictionary of Greek