μνᾱδάριον, τό, dim. von μνᾶ, Diphil. in B. A. 108, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μναδάριον — μναδάριον, τὸ (Α) υποκορ. τού μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μνάδιον / μναΐδιον] … Dictionary of Greek
μναδάρια — μναδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)