- δᾴδωσις
δᾴδωσις, ἡ, das Kienigwerden, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δᾴδωσις, ἡ, das Kienigwerden, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δάδωσις — δᾳδωσις, η (Α) [δαδοῡμαι] το να γίνεται κάποιο φυτό ρητινώδες, να περιέχει ρετσίνι … Dictionary of Greek
δᾳδώσει — δᾴδωσις the disease of resin glut fem nom/voc/acc dual (attic epic) δᾳδώσεϊ , δᾴδωσις the disease of resin glut fem dat sg (epic) δᾴδωσις the disease of resin glut fem dat sg (attic ionic) δᾳδόομαι become afflicted with resin glut fut ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)