δάνος — gift neut nom/voc/acc sg δάνος gift masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανός — δανός, ή, όν (Α) καμένος, ξερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαFεσνός (πρβλ. δάος)] … Dictionary of Greek
δάνος — (I) δάνος, ο (Α) ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου για τον θάνατο]. (II) το (AM δάνος) το δάνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάνος πιθ. αποτελεί ονοματικό σχηματισμό από θ. δα < *d∂ (πρβλ. δίδωμι) + επίθ. νος (πρβλ. άφενος «πλούτη»,… … Dictionary of Greek
δανός — δᾱνός , δανός burnt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανῶν — δάνος gift neut gen pl (attic epic doric) δᾱνῶν , δανός burnt fem gen pl δᾱνῶν , δανός burnt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνει — δάνος gift neut nom/voc/acc dual (attic epic) δάνεϊ , δάνος gift neut dat sg (epic ionic) δάνος gift neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανέων — δάνος gift neut gen pl (epic doric ionic aeolic) δᾱνέων , δανός burnt masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνη — δάνος gift neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δάνος gift neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνους — δάνος gift neut gen sg (attic epic doric) δάνος gift masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνω — δάνος gift masc nom/voc/acc dual δάνος gift masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνεσι — δάνος gift neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)