- δήλωμα
δήλωμα, τό, Erklärung, Kundmachung; τοῖς παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ κα ὶ βοαί Plat. Legg. VII, 792 a; öfter im Crat.; auch im plur., Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήλωμα, τό, Erklärung, Kundmachung; τοῖς παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ κα ὶ βοαί Plat. Legg. VII, 792 a; öfter im Crat.; auch im plur., Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δήλωμα — δήλωμα, το (Α) [δηλώ] τρόπος, μέσο να κάνει κάποιος γνωστό κάτι, το φανέρωμα … Dictionary of Greek
δήλωμα — a means of making known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλωμάτων — δήλωμα a means of making known neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλώμασιν — δήλωμα a means of making known neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλώματα — δήλωμα a means of making known neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλώματι — δήλωμα a means of making known neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλώματος — δήλωμα a means of making known neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)