- δᾳδίς
δᾳδίς, ίδος, ἡ, das Fackelfest, Luc. Alex. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δᾳδίς, ίδος, ἡ, das Fackelfest, Luc. Alex. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαδίς — δᾳδίς, η (Α) [δας] γιορτή με δάδες, λαμπαδηφορία … Dictionary of Greek
δᾳδίς — a torch feast fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾳδίσιν — δᾳδίς a torch feast fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδί — δαίς 1 fire brand fem dat sg δᾳδίς a torch feast fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾳδί — δαίς 1 fire brand fem dat sg δᾳδίς a torch feast fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)