- παρ-ιλλαίνω
παρ-ιλλαίνω, scheel ansehen, VLL. erkl. παραβλέπω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ιλλαίνω, scheel ansehen, VLL. erkl. παραβλέπω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
παριλλαίνω — Α (κατά τον Ησύχ.) ρίχνω λοξή ματιά σε κάτι ή σε κάποιον, λοξοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»] … Dictionary of Greek